έποψη — η 1. η θέα από κάποιο σημείο, η άποψη. 2. μτφ., η πλευρά από την οποία εξετάζεται κάτι, ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπόψῃ — ἐπόψηι , ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἐποράω aor subj mid 2nd sg ἐποράω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψηι — ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἐπόψῃ , ἐποράω aor subj mid 2nd sg ἐπόψῃ , ἐποράω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποψία — ἐποψία, ἡ (Α) η έποψη … Dictionary of Greek
επόψιμος — ἐπόψιμος, ον (Α) [έποψη] εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.) … Dictionary of Greek
επόψιος — ἐπόψιος, ον και ος, α, ον (Α) [έποψη] 1. ορατός, φανερός 2. περίφημος 3. αξιοκαταφρόνητος («οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ἐπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.). 4. (για θεούς) επόπτης («θεοὶ τ’ ἐπόψιοι, τίσασθε», Σοφ.) … Dictionary of Greek