έποψη

έποψη
η (AM ἔποψις)
η άποψη, η θέα που έχει κανείς από κάποια απόσταση («ἀνώμαλον τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἐκ τῆς γῆς ἠναγκάζοντο ἔχειν», Θουκ.)
νεοελλ.
η πλευρά από την οποία φαίνεται ή εξετάζεται κάτι, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται κάτι
αρχ.
εποπτεία, επίβλεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + όψις (< όπωπα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έποψη — η 1. η θέα από κάποιο σημείο, η άποψη. 2. μτφ., η πλευρά από την οποία εξετάζεται κάτι, ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπόψῃ — ἐπόψηι , ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἐποράω aor subj mid 2nd sg ἐποράω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψηι — ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἐπόψῃ , ἐποράω aor subj mid 2nd sg ἐπόψῃ , ἐποράω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποψία — ἐποψία, ἡ (Α) η έποψη …   Dictionary of Greek

  • επόψιμος — ἐπόψιμος, ον (Α) [έποψη] εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • επόψιος — ἐπόψιος, ον και ος, α, ον (Α) [έποψη] 1. ορατός, φανερός 2. περίφημος 3. αξιοκαταφρόνητος («οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ἐπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.). 4. (για θεούς) επόπτης («θεοὶ τ’ ἐπόψιοι, τίσασθε», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”